- εσχαρώνω
- [-ώ (ο)] μετ.1) мед. образовывать струпья; 2) мор. ставить на стапели;
εσχαρώνομαι [-ούμαι] мед. — покрываться струпьями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εσχαρώνομαι [-ούμαι] мед. — покрываться струпьями
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εσχαρώνω — (Α ἐσχαρῶ, όω) [εσχάρα] 1. (για αλοιφές) σχηματίζω εσχάρα, κν, κακάδι, σε έλκος ή τραύμα, τό επουλώνω 2. παθ. εσχαρούμαι (για έλκη ή πληγές) επουλώνομαι, αποκτώ εσχάρα, κλείνω νεοελλ. αρχίζω την ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω… … Dictionary of Greek
σκαρώνω — και εσχαρώνω Ν [σκαρί / εσχάριο] 1. (ναυπ.) αρχίζω τη ναυπήγηση πλοίου στρώνοντας την τρόπιδά του πάνω στα εσχάρια, βάζω πλοίο στα σκαριά 2. σχεδιάζω κάτι ή έχω υπό εκτέλεση ένα έργο 3. φρ. α) «μού σκάρωσαν μια δουλειά» επινόησαν κάτι σε βάρος… … Dictionary of Greek